- μίσχοι
- μίσχοςstalkmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… … Dictionary of Greek
ραγικός — ή, όν, Α [ῥαξ, ῥαγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ρώγες («οἱ μίσχοι οἱ ῥαγικοί», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
αλιμόδεντρο — (halimodendron). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που απαντώνται στις αλμυρές στέπες της Δ Ασίας. Έχει μόνο ένα είδος, το α. το αργυρόφυλλο, που φτάνει σε ύψος τα 2 μ. Έχει φτερωτά και αργυρόχρωμα φύλλα, ενώ οι μίσχοι τους… … Dictionary of Greek
μουσίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, που φύονται στα υγρά και θερμά κλίματα των τροπικών περιοχών. Γενικά περιλαμβάνει πολυετείς, ογκώδεις, ριζωματώδεις πόες, με μορφή δέντρου· τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα, με έλασμα που σχίζεται από τις δυο πλευρές… … Dictionary of Greek
Πολυγονίδες — (Polygonaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η μοναδική της τάξης των πολυγονωδών. Οι Π. είναι φυτά ποώδη, με παράφυλλα που φυτρώνουν μαζί σχηματίζοντας χονί. Τα άνθη τους είναι πράσινα, κίτρινα, ρόδινα, κόκκινα ή λευκά, με 5 σέπαλα και 5 8… … Dictionary of Greek